- ἀκοίτας
- ᾰκοίτας1 husband (Ἱππολύτα) ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν i. e. Akastos N. 5.28 Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἀκοίτας — Ἀκοίτᾱς , Ἀκοίτης masc acc pl Ἀκοίτᾱς , Ἀκοίτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοίτας — ἀκοίτᾱς , ἀκοίτης bedfellow masc acc pl ἀκοίτᾱς , ἀκοίτης bedfellow masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)